Του Κώστα Ράπτη
Περιοδεύοντας κάποτε στον Καναδά παρά τω πλευρώ του εστεμμένου συζύγου της, η Σκωτσέζα μητέρα της σημερινής Βασίλισσας «του Ηνωμένου Βασιλείου και όλων της των επικρατειών» Ελισάβετ Β’, δέχθηκε κατάμουτρα από έναν Γαλλο-καναδό την οργισμένη κραυγή: «Θέλουμε την ανεξαρτησία μας!». «-Και εμείς, αλλά δεν μας αφήνουν οι Εγγλέζοι...» ήταν η σπιρτόζικη απάντησή της.
Ό,τι σε παλαιότερους καιρούς προσφερόταν για χιούμορ, στις μέρες μας αποτελεί ένα απολύτως επίκαιρο πολιτικό ερώτημα, αν κρίνουμε από τη σημερινή ορκωμοσία του Χόλιρουντ, όπως ονομάζεται το Κοινοβούλιο της Σκωτίας, συνεκδοχικά από την περιοχή του Εδιμβούργου που το στεγάζει.
Ο θεσμός μετρά ζωή 12 ετών και αποτελεί προϊόν της μπλαιρικής devolution –ήτοι της μεταρρύθμισης με την οποία η τότε κυβέρνηση των Εργατικών εκχώρησε από το 1998 και εξής εξουσίες από την κεντρική κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο του Ουέστμινστερ στις τοπικές αρχές της Σκωτίας, της Ουαλλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.
Η devolution θα αποτελούσε κατά τους Εργατικούς τον οριστικό θάνατο του σκωτσέζικου αυτονομισμού που κυριότερος πολιτικός φορέας του ήταν το ιδρυθέν το 1934 Σκωτικό Εθνικό Κόμμα (SNP), με τους πέντε-έξι βουλευτές του στο Ουέστμινστερ. Προνοώντας πάντως για το ενδεχόμενο «κατάληψης» του Χόλιρουντ από το SNP, ο Μπλαιρ όρισε για το Σκωτικό Κοινοβούλιο ένα εκλογικό σύστημα που αποτελεί μίξη του μονοεδρικού-πλειοψηφικού και της απλής αναλογικής.
Ωστόσο, όλα αυτά κατέρρευσαν την περασμένη Πέμπτη, όταν κατά τις σκωτικές εκλογές το SNP κατέκτησε την αυτοδυναμία, εξασφαλίζοντας 69 από τις 129 έδρες. Τα γκάλοπ που έφεραν τους Εργατικούς να προηγούνται διαψεύσθηκαν θεαματικά και ο 56χρονος ηγέτης του SNP Άλεξ Σάμοντ, άλλοτε σύμβουλος ενεργειακών θεμάτων στη Royal Bank of Scotalnd, κατήγαγε προσωπικό θρίαμβο.
Ήδη από το 2007 ο Σάμοντ, που προέρχεται από την αριστερή πτέρυγα του SNP και διακρίθηκε για την περιβαλλοντική του πολιτική και την αντίθεσή του στον πόλεμο του Ιράκ, ηγούνταν κυβέρνησης μειοψηφίας. Τώρα όμως, είναι σε θέση να υλοποιήσει την κυριότερη εξαγγελία του: τη διεξαγωγή κατά το δεύτερο μισό της πενταετούς θητείας του νέου σκωτικού κοινοβουλίου δημοψηφίσματος με το ερώτημα της ανακήρυξης της Σκωτίας σε κυρίαρχο ανεξάρτητο κράτος.
Η δημιουργία του Ηνωμένου Βασιλείου με την πολιτική ένωση Αγγλίας και Σκωτίας το 1707, καίτοι αντιδημοφιλής τότε μεταξύ των Σκωτσέζων, είχε επιβληθεί από οικονομικούς λόγους. Οικονομικοί κυρίως είναι και οι λόγοι που σήμερα καθιστούν λιγότερο θελκτική την ιδέα του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς τα 5 εκατομμύρια των κατοίκων της Σκωτίας προσβλέπουν περισσότερο στο ευρώ παρά στην στερλίνα και κυρίως επιθυμούν να μην μοιράζονται τα έσοδα από το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας με τα 52 εκατομμύρια των Άγγλων και Ουαλλών.
Στο μπλογκ των Financial Times ο γνωστός αρθρογράφος Γκίντεον Ράχμαν επισημαίνει ότι, όση δυσαρέσκεια και αν γεννούν οι τωρινές περικοπές της συγκυβέρνησης Κάμερον-Κλεγκ στο Λονδίνο, μόνο το ένα τρίτο των Σκωτσέζων υποστηρίζει στις δημοσκοπήσεις την ανεξαρτησία (ρώτησε άραγε τον Σάμοντ τι θα πει ανατροπή προγνωστικών;), ενώ θυμίζει ότι η κρίση της ευρωζώνης και ιδίως της Ιρλανδίας ρίχνει βαριά σκιά στις προοπτικές ευημερίας ενός μικρού ανεξάρτητου κελτικού έθνους εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας. Όσο για το πετρέλαιο της Μαύρης Θάλασσας, συνεχίζει, αυτό να οδεύει προς εξάντληση. (Όντως η παραγωγή κορυφώθηκε το 1999 με 6 εκατ. βαρέλια ημερησίως και αναμένεται να έχει περιορισθεί μόλις στο ένα τρίτο το 2020).
Ωστόσο, ο Σάμοντ δεν δείχνει διόλου να πτοείται –αν και θα πρέπει να προβληματισθεί για τον πρώην εργοδότη του: τι θα απογίνει στο ενδεχόμενο ανεξαρτητοποίησης η Royal Bank of Scotalnd, η οποία μετά τη διάσωσή της ανήκει κατά 87% στο Βρετανικό Δημόσιο;
Περιοδεύοντας κάποτε στον Καναδά παρά τω πλευρώ του εστεμμένου συζύγου της, η Σκωτσέζα μητέρα της σημερινής Βασίλισσας «του Ηνωμένου Βασιλείου και όλων της των επικρατειών» Ελισάβετ Β’, δέχθηκε κατάμουτρα από έναν Γαλλο-καναδό την οργισμένη κραυγή: «Θέλουμε την ανεξαρτησία μας!». «-Και εμείς, αλλά δεν μας αφήνουν οι Εγγλέζοι...» ήταν η σπιρτόζικη απάντησή της.
Ό,τι σε παλαιότερους καιρούς προσφερόταν για χιούμορ, στις μέρες μας αποτελεί ένα απολύτως επίκαιρο πολιτικό ερώτημα, αν κρίνουμε από τη σημερινή ορκωμοσία του Χόλιρουντ, όπως ονομάζεται το Κοινοβούλιο της Σκωτίας, συνεκδοχικά από την περιοχή του Εδιμβούργου που το στεγάζει.
Ο θεσμός μετρά ζωή 12 ετών και αποτελεί προϊόν της μπλαιρικής devolution –ήτοι της μεταρρύθμισης με την οποία η τότε κυβέρνηση των Εργατικών εκχώρησε από το 1998 και εξής εξουσίες από την κεντρική κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο του Ουέστμινστερ στις τοπικές αρχές της Σκωτίας, της Ουαλλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.
Η devolution θα αποτελούσε κατά τους Εργατικούς τον οριστικό θάνατο του σκωτσέζικου αυτονομισμού που κυριότερος πολιτικός φορέας του ήταν το ιδρυθέν το 1934 Σκωτικό Εθνικό Κόμμα (SNP), με τους πέντε-έξι βουλευτές του στο Ουέστμινστερ. Προνοώντας πάντως για το ενδεχόμενο «κατάληψης» του Χόλιρουντ από το SNP, ο Μπλαιρ όρισε για το Σκωτικό Κοινοβούλιο ένα εκλογικό σύστημα που αποτελεί μίξη του μονοεδρικού-πλειοψηφικού και της απλής αναλογικής.
Ωστόσο, όλα αυτά κατέρρευσαν την περασμένη Πέμπτη, όταν κατά τις σκωτικές εκλογές το SNP κατέκτησε την αυτοδυναμία, εξασφαλίζοντας 69 από τις 129 έδρες. Τα γκάλοπ που έφεραν τους Εργατικούς να προηγούνται διαψεύσθηκαν θεαματικά και ο 56χρονος ηγέτης του SNP Άλεξ Σάμοντ, άλλοτε σύμβουλος ενεργειακών θεμάτων στη Royal Bank of Scotalnd, κατήγαγε προσωπικό θρίαμβο.
Ήδη από το 2007 ο Σάμοντ, που προέρχεται από την αριστερή πτέρυγα του SNP και διακρίθηκε για την περιβαλλοντική του πολιτική και την αντίθεσή του στον πόλεμο του Ιράκ, ηγούνταν κυβέρνησης μειοψηφίας. Τώρα όμως, είναι σε θέση να υλοποιήσει την κυριότερη εξαγγελία του: τη διεξαγωγή κατά το δεύτερο μισό της πενταετούς θητείας του νέου σκωτικού κοινοβουλίου δημοψηφίσματος με το ερώτημα της ανακήρυξης της Σκωτίας σε κυρίαρχο ανεξάρτητο κράτος.
Η δημιουργία του Ηνωμένου Βασιλείου με την πολιτική ένωση Αγγλίας και Σκωτίας το 1707, καίτοι αντιδημοφιλής τότε μεταξύ των Σκωτσέζων, είχε επιβληθεί από οικονομικούς λόγους. Οικονομικοί κυρίως είναι και οι λόγοι που σήμερα καθιστούν λιγότερο θελκτική την ιδέα του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς τα 5 εκατομμύρια των κατοίκων της Σκωτίας προσβλέπουν περισσότερο στο ευρώ παρά στην στερλίνα και κυρίως επιθυμούν να μην μοιράζονται τα έσοδα από το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας με τα 52 εκατομμύρια των Άγγλων και Ουαλλών.
Στο μπλογκ των Financial Times ο γνωστός αρθρογράφος Γκίντεον Ράχμαν επισημαίνει ότι, όση δυσαρέσκεια και αν γεννούν οι τωρινές περικοπές της συγκυβέρνησης Κάμερον-Κλεγκ στο Λονδίνο, μόνο το ένα τρίτο των Σκωτσέζων υποστηρίζει στις δημοσκοπήσεις την ανεξαρτησία (ρώτησε άραγε τον Σάμοντ τι θα πει ανατροπή προγνωστικών;), ενώ θυμίζει ότι η κρίση της ευρωζώνης και ιδίως της Ιρλανδίας ρίχνει βαριά σκιά στις προοπτικές ευημερίας ενός μικρού ανεξάρτητου κελτικού έθνους εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας. Όσο για το πετρέλαιο της Μαύρης Θάλασσας, συνεχίζει, αυτό να οδεύει προς εξάντληση. (Όντως η παραγωγή κορυφώθηκε το 1999 με 6 εκατ. βαρέλια ημερησίως και αναμένεται να έχει περιορισθεί μόλις στο ένα τρίτο το 2020).
Ωστόσο, ο Σάμοντ δεν δείχνει διόλου να πτοείται –αν και θα πρέπει να προβληματισθεί για τον πρώην εργοδότη του: τι θα απογίνει στο ενδεχόμενο ανεξαρτητοποίησης η Royal Bank of Scotalnd, η οποία μετά τη διάσωσή της ανήκει κατά 87% στο Βρετανικό Δημόσιο;
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου