ΚΑΝΤΟ ΧΙV – EZRA POUND
ΚΑΝΤΟ Χ I V
Io venni in luogo d’ogni luce muto;
Βρώμα από βρεγμένο κάρβουνο, οι πολιτικάντηδες….ε και ….ν,
με τους καρπούς των χεριών τους δεμένους
στα σφυρά,να στέκονται γυμνόκωλοι,
μούρες πασαλειμμένες στα πισινά τους,
διάπλατο μάτι σε πλακωτά κωλομέρια,
να κρέμονται τρίχες αντί για γένια,
να μιλάνε στις συγκεντρώσεις με τις κωλοτρυπίδες τους,
ν’ απευθύνονται στα πλήθη του βορβόρου,
σαλαμάνδρες, νεροσάλιαγκες, νεροσκούληκα,
κι ανάμεσά τους ο ….ρ,
μια πεντακάθαρη πετσέτα φαγητού
χωμένη κάτω από το πέος του,
και ο ….μπου σιχαινόταν τη δημοτική γλώσσα,
κολλαριστοί, αλλά βρώμικοι, γιακάδες
που του περιορίζουν τα πόδια,
και το σπυριασμένο δέρμα όλο τρίχες
πιέζει τις άκρες του γιακά,
κερδοσκόποι που πίνουν αίμα γλυκασμένο με σκατό,
και πίσω τους ο ….φ και οι οικονομολόγοι
με συρματόσκοινα να τους χτυπούν.
Και οι προδότες της γλώσσας
ο ….ν και η συμμορία του τύπου
και κείνοι πού ‘λεγαν ψέματα επ’ αμοιβή,
οι διεστραμμένοι, οι διαστροφείς της γλώσσας,
οι διεστραμμένοι, που βάζουν την ασέλγεια του χρήματος
πάνω απ’ τις απολαύσεις των αισθήσεων
στριγκλίζουν, σαν κακαρίσματα τυπογραφείου,
πάταγος πιεστηρίου,
φύσημα σκόνης και χαρτιών που πετούν,
ιδρώτας, βρώμα και δυσωδία από σάπια πορτοκάλια,
κοπριά, τελικός βόθρος του σύμπαντος,
mysterium, θειάφι,
κι ο μικρόψυχος, να ’χει λυσσάξει·
να βουτάει διαμάντια στη λάσπη,
και να ουρλιάζει που τα βρίσκει πεντακάθαρα·
μανάδες σαδίστριες που σπρώχνουν τις κόρες τους
να πλαγιάσουν με χούφταλα,
γουρούνες που τρώνε τα νιογέννητά τους
κι εδώ η επιγραφή ΕΙΚΩΝ ΓΗΣ,
κι εδώ: ΑΛΛΑΓΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
αναλιγώνονται σαν πρόστυχο κερί,
λειωμένα κεριά, οι γλουτοί να βουλιάζουν όλο και πιο χαμηλά,
πρόσωπα που βουτάνε κάτω από χοιρομέρια,
και μες στη λάσπη αποκάτω τους,
γυρισμένοι ανάποδα, πατούσα με πατούσα,
παλάμη με παλάμη, οι πράχτορες προβοκάτορες
οι δολοφόνοι του Πίαρς και του Μακντόουναφ,
ο Λοχαγός Χ. ο αρχιβασανιστής΄
το πετρωμένο σκατό που ήταν ο Βέρρης,
οι μισαλλόδοξοι, ο Καλβίνος καιο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς!
Κατσαρίδες, που χώνονται μες στο σκατό,
μαραγκιασμένο το χώμα, η λάσπη κομμάτια – κομμάτια,
χαμένα περιγράμματα, διαβρώσεις.
Πάνω απ’ τη σαπίλα της κόλασης
η μεγάλη κωλοτρυπίδα,
πνιγμένη στις αιμορροΐδες,
κρεμαστοί σταλακτίτες,
λιγδεροί σαν τον ουρανό πάνω απ’ το Ουέστμινστερ,
οι αφανείς, πολλοί Άγγλοι,ο τόπος χωρίς ενδιαφέρον,
τελευταίος βούρκος, ύστατο ξεχαρβάλωμα,
οι αντισταυροφόροι, να πορδίζουν μες στο μετάξι,
να ανεμίζουν τα Χριστιανικά σύμβολα,…
να μαλακίζουν μια τσίγκινη σφυρίχτρα της δεκάρας,
μύγες που μεταφέρουν ειδήσεις, άρπυιες
να τσιρλίζουν στον αέρα,
ο βούρκος με τους πρόστυχους ψεύτες,
βόρβορος ηλιθιοτήτων,
μοχθηρές ηλιθιότητες, και ηλιθιότητες,
το χώμα ζωντανό πύο, γεμάτο από βρωμερά ζωύφια,
ψόφια σκουλήκια που γεννούν ζωντανά σκουλήκια,
φτωχονοικοκυραίοι,
τοκογλύφοι που ζουλάνε μουνόψειρες,
νταβατζήδες της εξουσίας,
pets-de-loup, καθισμένοι πάνω σε στοίβες
πέτρινα βιβλία,σκεπάζουν με φιλολογία τα κείμενα,
και τα κρύβουν κάτω απ’ το σώμα τους,
ο αέρας χωρίς το καταφύγιο της σιωπής,
κοπάδι ψείρες που βγάζουν δόντια,
και πάνω απ’ όλα αυτά ο στόμφος των ρητόρων,
το κωλορέψιμο των φαρισαίων.
Και invidia,
Η corruptio, βρώμα, φαρμακερό μανιτάρι,
ρευστά ζώα, λειωμένες οστεώσεις,
αργή αποσύνθεση, βρωμερό κάψιμο,
γόπες από πούρα μασημένες, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς τραγωδία,
ο ….m Episcopus, ανεμίζει ένα προφυλακτικό γεμάτο κατσαρίδες,
οι μονοπωλιστές, αυτοί που εμποδίζουν τη γνώση,
αυτοί που εμποδίζουν την κατανομή.